- τετραορος
- τετρᾰορος, -άορος1 with four horses
τόδ ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον P. 10.65
ἐπεὶ τετρᾰόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (v. ζυγόν) N. 7.93
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τόδ ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον P. 10.65
ἐπεὶ τετρᾰόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (v. ζυγόν) N. 7.93Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τετράορος — yoked four together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράορος — και συνηρ. τ. τέτρωρος, ον, ΜΑ 1. το ουδ. ως ουσ. το τέτρωρον α) τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) η άνω επιφάνεια τού αστραγάλου 2. φρ. α) «τετράοροι ἵπποι» τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) «τετράορον ἅρμα» το τέθριππο αρχ. τετράποδος («ὑψίκερω… … Dictionary of Greek
τετράορον — τετράορος yoked four together masc/fem acc sg τετράορος yoked four together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραόροις — τετράορος yoked four together masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραόροισι — τετράορος yoked four together masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραόροισιν — τετράορος yoked four together masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραόρου — τετράορος yoked four together masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραόρους — τετράορος yoked four together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραόρων — τετράορος yoked four together masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραόρῳ — τετράορος yoked four together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράοροι — τετράορος yoked four together masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)